- ἐκβόλιμος
- ἐκβόλιμοςthrown outmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκβόλιμος — ἐκβόλιμος, ον (Α) 1. αυτός που αποβλήθηκε 2. μάταιος, επιπόλαιος 3. απόβλητος 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐκβόλιμον παιδί που γεννήθηκε πρόωρα ή έμβρυο που αποβλήθηκε … Dictionary of Greek
ἐκβόλιμον — ἐκβόλιμος thrown out masc/fem acc sg ἐκβόλιμος thrown out neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκβολίμοις — ἐκβόλιμος thrown out masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκβόλιμοι — ἐκβόλιμος thrown out masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)